- πλοκή
- η, ΝΑ1. πλέξιμο2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσηςνεοελλ.(βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην κατασκευή μουσικής γραμμής με υπερβατή ανάβαση ή κατάβασηαρχ.1. καθετί που κατασκευάζεται με ύφανση, ύφασμα2. βρόχος3. ιστολογική κατασκευή4. (για ρητορικά σχήματα) δομή («τὰς τῶν σχηματισμῶν πλοκάς», Θουκ.)5. (για γεγονότα, καταστάσεις, περιστάσεις) εξύφανση6. (σχετικά με λόγο) περίπλοκη, ασαφής φράση7. (σχετικά με συλλογισμό) διατύπωση, σύνδεση8. μουσ. αρμονία9. εκκλ. στεφάνι με το οποίο στόλιζαν οι ειδωλολάτρες τα αγάλματα τών θεών10. στεφάνι που όταν φοριόταν σε επίσημα γεύματα ήταν δείγμα θηλυπρέπειας11. (για φίδι) σπείρα12. ράβδωση, λωρίδα πάνω στο δέρμα τής ζέβρας13. σύνδεσμος, ένωση14. εναγκαλισμός, περίπτυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- τής ρίζας τού ρ. πλέκω*].
Dictionary of Greek. 2013.